φιλαπεχθημοσύνη

φιλαπεχθημοσύνη
φῐλᾰπεχθ-ημοσύνη, ,
A fondness for making enemies, quarrelsomeness, D.54.37;

περὶ τοὺς λόγους Aristid.2.297

J.: pl., quarrelsome attempts, Isoc.15.317.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλαπεχθημοσύνη — ἡ, ΜΑ [φιλαπεχθήμων, ονος] το να επιδιώκει κανείς να γίνεται εχθρός τών άλλων («τοιαύτης φιλαπεχθημοσύνης καὶ πονηρίας καὶ ἀναιδείας», Δημοσθ.) αρχ. στον πληθ. αἱ φιλαπεχθημοσύναι ενέργειες, πράξεις που υποκινούν έχθρα …   Dictionary of Greek

  • φιλαπεχθημοσύναις — φιλαπεχθημοσύνη fondness for making enemies fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαπεχθημοσύνην — φιλαπεχθημοσύνη fondness for making enemies fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαπεχθημοσύνης — φιλαπεχθημοσύνη fondness for making enemies fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαπεχθήμων — ον, Α αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος* («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.). επίρρ... φιλαπεχθημόνως Α με φιλαπεχθημοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”